Meşguliyet στα ελληνικά
Μετάφραση: meşguliyet, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρατάσσω, κατοχή, γραμμή, επιχείρηση, δουλειά, υπόθεση, ρυτίδα, κατάληψη, επάγγελμα, επενδύω, δουλειές, busyness
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- mezhep στα ελληνικά - αίρεση, Sect, αίρεσης, σέκτα, Αντιαιρετικές
- meşale στα ελληνικά - φακός, δάδα, φακό, πυρσό, δάδας
- mide στα ελληνικά - στομάχι, στομάχου, του στομάχου, το στομάχι, στο στομάχι
- midilli στα ελληνικά - αλογάκι, πόνυ, πόνι, pony, με πόνυ
Τυχαίες λέξεις
Meşguliyet στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρατάσσω, κατοχή, γραμμή, επιχείρηση, δουλειά, υπόθεση, ρυτίδα, κατάληψη, επάγγελμα, επενδύω, δουλειές, busyness
Μεταφράσεις: παρατάσσω, κατοχή, γραμμή, επιχείρηση, δουλειά, υπόθεση, ρυτίδα, κατάληψη, επάγγελμα, επενδύω, δουλειές, busyness