Olasılık στα ελληνικά
Μετάφραση: olasılık, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ευκαιρία, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, πιθανότητας, πιθανοτήτων, πιθανότητες, πιθανότητα να
Μεταφράσεις
- ol στα ελληνικά - αυτή, ο, η, το, την, της
- olanak στα ελληνικά - δυνατότητα, πιθανότητα, ενδεχόμενο, δυνατότητας, δυνατότητα να
- olay στα ελληνικά - περιστατικό, νοιάζομαι, άθλημα, ύλη, συμβάν, θέμα, πράγμα, ...
- oldukça στα ελληνικά - αρκετά, δίκαια, μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά
Τυχαίες λέξεις
Olasılık στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: ευκαιρία, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, πιθανότητας, πιθανοτήτων, πιθανότητες, πιθανότητα να
Μεταφράσεις: ευκαιρία, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, πιθανότητας, πιθανοτήτων, πιθανότητες, πιθανότητα να