Olay στα ελληνικά

Μετάφραση: olay, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιστατικό, νοιάζομαι, άθλημα, ύλη, συμβάν, θέμα, πράγμα, δεσμός, επεισόδιο, υπόθεση, γεγονός, φάντασμα, οπτασία, περίπτωση, εκδήλωση, περιπτώσει
Olay στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • olanak στα ελληνικά - δυνατότητα, πιθανότητα, ενδεχόμενο, δυνατότητας, δυνατότητα να
  • olasılık στα ελληνικά - ευκαιρία, πιθανότητα, τύχη, συγκυρία, πιθανότητας, πιθανοτήτων, πιθανότητες, ...
  • oldukça στα ελληνικά - αρκετά, δίκαια, μάλλον, όχι, και όχι, αντί, παρά
  • olmak στα ελληνικά - συμβαίνω, στενά, διανύω, εξέδρα, βρίσκομαι, είμαι, κυκλοφορώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Olay στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιστατικό, νοιάζομαι, άθλημα, ύλη, συμβάν, θέμα, πράγμα, δεσμός, επεισόδιο, υπόθεση, γεγονός, φάντασμα, οπτασία, περίπτωση, εκδήλωση, περιπτώσει