Ona στα ελληνικά
Μετάφραση: ona, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τον, αυτήν, αυτόν, της, αυτή, την, αυτής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- omuz στα ελληνικά - σπάλα, ώμος, ώμο, ώμου, τον ώμο, ώμων
- on στα ελληνικά - φροντίζω, δέκα, από δέκα, δεκάδα
- onarmak στα ελληνικά - αποκαθιστώ, επισκευάζω, αναστηλώνω, ανακτώ, επισκευή, επισκευής, την επισκευή, ...
- onarım στα ελληνικά - στερέωση, φτιάχνω, αποκατάσταση, επισκευή, επισκευάζω, επανόρθωση, επισκευής, ...
Τυχαίες λέξεις
Ona στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: τον, αυτήν, αυτόν, της, αυτή, την, αυτής
Μεταφράσεις: τον, αυτήν, αυτόν, της, αυτή, την, αυτής