Pencere στα ελληνικά

Μετάφραση: pencere, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράθυρο, window, παραθύρου, το παράθυρο, παράθυρο του
Pencere στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • paçavra στα ελληνικά - κουρέλι, RAG, της RAG, η RAG, κουρελιών
  • pek στα ελληνικά - πράγματι, αλήθεια, δεξιός, σωστός, πολύ, πραγματικός, δικαίωμα, ...
  • penis στα ελληνικά - μέλος, στέλεχος, πέος, πέους, το πέος, του πέους, πεών
  • pense στα ελληνικά - τσιμπίδα, λαβίδες, λαβίδων, συρματοκόφτη, nippers
Τυχαίες λέξεις
Pencere στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράθυρο, window, παραθύρου, το παράθυρο, παράθυρο του