Prim στα ελληνικά
Μετάφραση: prim, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίδομα, πριμοδότηση, ασφάλιστρο, Premium, πριμοδότησης, πριμοδοτήσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- prestij στα ελληνικά - αίγλη, γόητρο, κύρος, κύρους, το κύρος, γοήτρου
- prezervatif στα ελληνικά - λαστιχένιος, χρηματοκιβώτιο, γόμα, ασφαλής, ασφάλεια, προφυλακτικό, προφυλακτικού, ...
- priz στα ελληνικά - υποδοχή, πρίζα, σε power point, σημείο ισχύος
- prodüktör στα ελληνικά - παραγωγός, κατασκευαστής, παραγωγό, τον παραγωγό, παραγωγών, παραγωγού
Τυχαίες λέξεις
Prim στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίδομα, πριμοδότηση, ασφάλιστρο, Premium, πριμοδότησης, πριμοδοτήσεως
Μεταφράσεις: επίδομα, πριμοδότηση, ασφάλιστρο, Premium, πριμοδότησης, πριμοδοτήσεως