Πριμοδότηση στα τούρκικα
Μετάφραση: πριμοδότηση, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
prim, premium, kaliteli, primi, birinci sınıf
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πριμοδότηση
πριμοδότηση αθλητών, πριμοδότηση πρώτου κόμματος, πριμοδότηση λεξικό γλώσσας τούρκικα, πριμοδότηση στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πρηνής στα τούρκικα - procumbent
- πριμ στα τούρκικα - ikramiye, bonusları, bonuslar, bonus, ikramiyeler
- πριν στα τούρκικα - önce, önünde, civarında önce, ago
- πριονίζω στα τούρκικα - testere, atasözü, çentik, jag, sersem, sarhoş eden içki, sarhoşluk
Τυχαίες λέξεις
Πριμοδότηση στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: prim, premium, kaliteli, primi, birinci sınıf
Μεταφράσεις: prim, premium, kaliteli, primi, birinci sınıf