Sıkmak στα ελληνικά
Μετάφραση: sıkmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στύβω, στριμώχνω, πρεσάρω, ζουλώ, πιέζω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sıfır στα ελληνικά - τίποτα, μηδέν, μηδενικό, μηδενική, μηδενικής, μηδενικού
- sık στα ελληνικά - πυκνός, συχνός, συχνές, συχνή, συχνά, συχνών
- sıkı στα ελληνικά - εταιρία, σφιχτός, εδραίος, ουσιαστικός, στενός, αξιόλογος, συμπαγής, ...
- sıkıcı στα ελληνικά - βαρετός, μπελάς, βραδύς, μουντός, πληκτικός, μουχρός, ανιαρός, ...
Τυχαίες λέξεις
Sıkmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: στύβω, στριμώχνω, πρεσάρω, ζουλώ, πιέζω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως
Μεταφράσεις: στύβω, στριμώχνω, πρεσάρω, ζουλώ, πιέζω, σφίξιμο, συμπίεση, συμπίεσης, συμπίεση των, συμπιέσεως