Sınırlandırmak στα ελληνικά
Μετάφραση: sınırlandırmak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- sınırlama στα ελληνικά - περιορισμός, φραγμός, συστολή, περιστολή, εξαναγκασμός, περιορισμό, περιορισμού, ...
- sınırlamak στα ελληνικά - περιορίζω, δεμένος, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
- sınırsız στα ελληνικά - απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα
- sır στα ελληνικά - γρίφος, απόρρητος, αίνιγμα, μυστικός, μυστήριο, μυστικό, μυστηρίου, ...
Τυχαίες λέξεις
Sınırlandırmak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Μεταφράσεις: περιορίζω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας