Toprak στα ελληνικά
Μετάφραση: toprak, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κυριαρχία, επαρχία, προσγειώνομαι, έδαφος, γη, αρμοδιότητα, μαγαρίζω, προσγειώνω, προσαράσσω, χώμα, εδάφους, του εδάφους, το έδαφος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- toplum στα ελληνικά - κοινωνία, κοινωνίας, της κοινωνίας, την κοινωνία, κοινωνία της
- toplumsal στα ελληνικά - κοινωνικός, κοινωνικής, κοινωνική, κοινωνικών, κοινωνικές
- topuk στα ελληνικά - φτέρνα, τακούνι, πτέρνα, πτέρνας, φτέρνας
- topçuluk στα ελληνικά - πυροβολικό, πυροβλητική, gunnery, βολής, μηχανήματα βολής, πυροβολικού
Τυχαίες λέξεις
Toprak στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: κυριαρχία, επαρχία, προσγειώνομαι, έδαφος, γη, αρμοδιότητα, μαγαρίζω, προσγειώνω, προσαράσσω, χώμα, εδάφους, του εδάφους, το έδαφος
Μεταφράσεις: κυριαρχία, επαρχία, προσγειώνομαι, έδαφος, γη, αρμοδιότητα, μαγαρίζω, προσγειώνω, προσαράσσω, χώμα, εδάφους, του εδάφους, το έδαφος