Yeni στα ελληνικά

Μετάφραση: yeni, Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τούρκικα
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φρέσκος, νωπός, ζωντανός, καινούριος, πρόσφατος, νέος, δροσερός, νέα, νέο, νέων, νέες
Yeni στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • yene στα ελληνικά - ξανά, άλλος, πάλι, γιεν, γιέν, γεν, yen, ...
  • yengeç στα ελληνικά - καβουράκι, καβούρι, καβούρια, καβουριών, τα καβούρια, καβουριού
  • yenilebilir στα ελληνικά - βρώσιμα, βρώσιμο, εδώδιμα, βρώσιμων, εδώδιμο
  • yenileştirmek στα ελληνικά - ανακαινίζω, για την ανακαίνιση, την ανακαίνιση, να ανακαινίσουν, να ανακαινίσει, ανακαίνισης
Τυχαίες λέξεις
Yeni στα ελληνικά - Λεξικό: τούρκικα » ελληνικά
Μεταφράσεις: φρέσκος, νωπός, ζωντανός, καινούριος, πρόσφατος, νέος, δροσερός, νέα, νέο, νέων, νέες