Πρόσφατος στα τούρκικα
Μετάφραση: πρόσφατος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yeni, son, göster Yeni, yakın, son Tarihli
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: πρόσφατος
πρόσφατος συνώνυμο, πρόσφατος σεισμός, πρόσφατος νόμος για τα ναρκωτικά, πρόσφατος σεισμός στην ελλάδα, πρόσφατος λεξικό γλώσσας τούρκικα, πρόσφατος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- πρόστυχος στα τούρκικα - temiz, gelir, kalın, şirret, bitchy, cadaloz, sürtük, ...
- πρόσφατα στα τούρκικα - geçenlerde, yeni, son zamanlarda, yakın zamanda, geçtiğimiz günlerde
- πρόσφορος στα τούρκικα - uygun, münasip, rahat, uygun bir, elverişli, kullanışlı
- πρόσφυγας στα τούρκικα - mülteci, mültecilerin, sığınmacı, bir mülteci
Τυχαίες λέξεις
Πρόσφατος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yeni, son, göster Yeni, yakın, son Tarihli
Μεταφράσεις: yeni, son, göster Yeni, yakın, son Tarihli