Švindlovat στα ελληνικά
Μετάφραση: švindlovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τζόκεϊ, φενακίζω, αναβάτης, ζαβολιάρης, κλέβω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- askeze στα ελληνικά - ασκητισμός, ασκητισμού, ασκητισμό, τον ασκητισμό, ο ασκητισμός
- kroucení στα ελληνικά - αποσπώ, στρέψη, στραμπουλίζω, συστροφή, στρέψης, στρέψεως, συστροφής
- nasypat στα ελληνικά - πασπαλίζω, ραντίζω, βάζω, χιμώ, ρίχνω, πασπάλισμα, ψιχαλίζω, ...
- obzvláště στα ελληνικά - ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα
Τυχαίες λέξεις
Švindlovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τζόκεϊ, φενακίζω, αναβάτης, ζαβολιάρης, κλέβω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει
Μεταφράσεις: τζόκεϊ, φενακίζω, αναβάτης, ζαβολιάρης, κλέβω, απάτη, εξαπατήσει, εξαπατήσουν, εξαπατούν, να εξαπατήσει