Akcent στα ελληνικά
Μετάφραση: akcent, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στρες, τόνος, τονίζω, άγχος, προφορά, έμφαση, έμφασης, τόνο, ανάδειξης
Μεταφράσεις
- akce στα ελληνικά - επενέργεια, διενέργεια, διάβημα, δράση, αγωγή, ενέργεια, δράσης, ...
- akcelerace στα ελληνικά - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
- akcentovat στα ελληνικά - στρες, τονίζω, άγχος, τόνος, προφορά, έμφαση, έμφασης, ...
- akcentování στα ελληνικά - τονισμός, τονισμού, τονισμό, όξυνση, τον τονισμό
Τυχαίες λέξεις
Akcent στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στρες, τόνος, τονίζω, άγχος, προφορά, έμφαση, έμφασης, τόνο, ανάδειξης
Μεταφράσεις: στρες, τόνος, τονίζω, άγχος, προφορά, έμφαση, έμφασης, τόνο, ανάδειξης