Τονίζω στα τσεχικά

Μετάφραση: τονίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
důraz, zdůrazňovat, pnutí, podtrhnout, tlak, přízvuk, akcent, zdůraznit, nápor, akcentovat, napětí, napjatost, stres, namáhání, stressu
Τονίζω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: τονίζω

τονίζω συνώνυμα, τονίζω in english, τονίζω τις λέξεις, τονίζω translation, τονίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, τονίζω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • τομή στα τσεχικά - část, kapitola, oddíl, odstavec, odbor, průřez, paragraf, ...
  • τον στα τσεχικά - jeho, jej
  • τονωτικός στα τσεχικά - svěží, tonikum, tonic, tonicko, pleťový krém, tónice
  • τοξικός στα τσεχικά - otravný, jedovatý, toxický, toxické, toxická, toxických
Τυχαίες λέξεις
Τονίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: důraz, zdůrazňovat, pnutí, podtrhnout, tlak, přízvuk, akcent, zdůraznit, nápor, akcentovat, napětí, napjatost, stres, namáhání, stressu