Akreditovat στα ελληνικά

Μετάφραση: akreditovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει
Akreditovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • akr στα ελληνικά - στρέμμα, στρεμμάτων, εκτάριο, acre, στρέμματος
  • akreditace στα ελληνικά - Διαπίστευση, Διαπίστευσης, Πιστοποίησης, Η διαπίστευση, διαπίστευση στο
  • akrobacie στα ελληνικά - ακροβασία, ακροβατικά, τα ακροβατικά, ακροβασίες, ακροβατικών
  • akrobat στα ελληνικά - ακροβάτης, Acrobat, ακροβάτη, το Acrobat, ακροβατών
Τυχαίες λέξεις
Akreditovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξουσιοδοτώ, διαπιστεύω, διαπιστεύσει, διαπίστευση, πιστοποιούν, διαπιστεύουν, διαπιστεύει