Cestující στα ελληνικά
Μετάφραση: cestující, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δρομολόγιο, επιβάτης, ταξιδιώτης, φαγητό, επιβάτες, οι επιβάτες, επιβατών, των επιβατών, τους επιβάτες
Μεταφράσεις
- cestovatel στα ελληνικά - ταξιδιώτης, εξερευνητής, ταξιδιωτών, ταξιδιώτη, ταξιδιωτικές, ταξιδιώτες
- cestování στα ελληνικά - ταξιδεύω, οδοιπορία, ταξίδι, ταξιδιωτική, ταξίδια, ταξιδιού, ταξιδίου
- cetka στα ελληνικά - σπιθοβολώ, μπιχλιμπίδι, στολίδι, μπιχλιμπιδιών
- cezení στα ελληνικά - διήθηση, στράγγισμα, τέντωμα, τεντώνοντας, φίλτρα, τα φίλτρα
Τυχαίες λέξεις
Cestující στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δρομολόγιο, επιβάτης, ταξιδιώτης, φαγητό, επιβάτες, οι επιβάτες, επιβατών, των επιβατών, τους επιβάτες
Μεταφράσεις: δρομολόγιο, επιβάτης, ταξιδιώτης, φαγητό, επιβάτες, οι επιβάτες, επιβατών, των επιβατών, τους επιβάτες