Dílo στα ελληνικά
Μετάφραση: dílo, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
καθήκον, δουλεύω, γραφή, εργάζομαι, δημιουργία, δουλειά, εργασία, έργο, εργασίας, εργασίες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dílem στα ελληνικά - μερικώς, εργασία, έργο, δουλειά, εργασίας, εργασίες
- dílna στα ελληνικά - προδίδω, ψωνίζω, ατελιέ, μαγαζί, συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, ...
- dílčí στα ελληνικά - μερικός, αποσπασματικός, συστατικό, συνιστώσα, εξάρτημα, συστατικού, στοιχείου
- díra στα ελληνικά - υπόκωφος, δάκρυ, χάσμα, σκάβω, διαρροή, οπή, διαρρέω, ...
Τυχαίες λέξεις
Dílo στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: καθήκον, δουλεύω, γραφή, εργάζομαι, δημιουργία, δουλειά, εργασία, έργο, εργασίας, εργασίες
Μεταφράσεις: καθήκον, δουλεύω, γραφή, εργάζομαι, δημιουργία, δουλειά, εργασία, έργο, εργασίας, εργασίες