Καθήκον στα τσεχικά

Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
povinnost, dílo, dávka, služba, práce, funkce, problém, úkol, poplatek, provoz, úloha, clo, závazek, úkolem, úkolu
Καθήκον στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθήκον

καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας τσεχικά, καθήκον στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • καθάρισμα στα τσεχικά - čištění, uklízení, úklid, čištění oděvů, čisticí, čistící
  • καθέλκυση στα τσεχικά - vypuštění, spuštění, zahájení, odpalování, spouštění
  • καθίζω στα τσεχικά - mandát, místo, křeslo, rezidence, posadit, sedačka, sídlo, ...
  • καθαγιάζω στα τσεχικά - posvětit, Hallow, blahoslavit, posvětil, Všech svatých
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: povinnost, dílo, dávka, služba, práce, funkce, problém, úkol, poplatek, provoz, úloha, clo, závazek, úkolem, úkolu