Inhibovat στα ελληνικά
Μετάφραση: inhibovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
περιορίζω, παρεμποδίζω, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, παρεμποδίζουν, αναστείλει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- inhalovat στα ελληνικά - εισπνέω, εισπνέετε, εισπνέουν, εισπνεύσει, εισπνεύσουν
- inhibice στα ελληνικά - Αναστολή, Η αναστολή, αναστολής, Παρεμπόδιση, την αναστολή
- iniciativa στα ελληνικά - πρωτοβουλία, πρωτοβουλίας, την πρωτοβουλία, της πρωτοβουλία, πρωτοβουλία για
- iniciála στα ελληνικά - αρχικά, αρχικός, αρχική, αρχικό, αρχικής, αρχικές
Τυχαίες λέξεις
Inhibovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: περιορίζω, παρεμποδίζω, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, παρεμποδίζουν, αναστείλει
Μεταφράσεις: περιορίζω, παρεμποδίζω, αναστέλλουν, αναστέλλει, αναστέλλουν την, παρεμποδίζουν, αναστείλει