Intimní στα ελληνικά
Μετάφραση: intimní, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενδόμυχος, οικείος, στενός, κοντά, οικεία, οικείο, στενή, φιλόξενο
Μεταφράσεις
- intimita στα ελληνικά - οικειότητα, οικειότητας, την οικειότητα, η οικειότητα, της οικειότητας
- intimnost στα ελληνικά - οικειότητα, οικειότητας, την οικειότητα, η οικειότητα, της οικειότητας
- intonace στα ελληνικά - τονισμός, ο τονισμός, τονισμό, επιτονισμού
- intonovat στα ελληνικά - τονίζω, φτιάχνουν, μιλώ τραγουδιστά, απαγγέλλω μουσικώς
Τυχαίες λέξεις
Intimní στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενδόμυχος, οικείος, στενός, κοντά, οικεία, οικείο, στενή, φιλόξενο
Μεταφράσεις: ενδόμυχος, οικείος, στενός, κοντά, οικεία, οικείο, στενή, φιλόξενο