Kousavý στα ελληνικά

Μετάφραση: kousavý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σέρτικος, σαρκαστικός, δηκτικός, οξύ, πνιγηρός, στυφός, οξύς, καυστικός, πικρός, καυστική, τραυματίζοντας, δηκτική, καυστικές
Kousavý στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • kousat στα ελληνικά - τσίμπημα, δάγκωμα, δαγκώνω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
  • kousavost στα ελληνικά - οξύτητα, στυφότητα, δριμύτητα, poignancy, δηκτικότητα, τη συγκίνηση, δηκτικότης
  • kousek στα ελληνικά - τσιπ, μπουκιά, σκλήθρα, κομματάκι, χερούλι, θραύσμα, φίμωτρο, ...
  • kousnout στα ελληνικά - δάγκωμα, τσίμπημα, δαγκώνω, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Τυχαίες λέξεις
Kousavý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σέρτικος, σαρκαστικός, δηκτικός, οξύ, πνιγηρός, στυφός, οξύς, καυστικός, πικρός, καυστική, τραυματίζοντας, δηκτική, καυστικές