Očarovat στα ελληνικά
Μετάφραση: očarovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
χαρά, μεταφορά, συνεπαίρνω, μαγεύω, σαγηνεύω, γοητεύω, ηδονή, μεταφέρω, ευφροσύνη, εντρυφώ, θέλγω, bewitch, μαγέψει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- antropometrie στα ελληνικά - ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρίας, την ανθρωπομετρία, η ανθρωπομετρία, ανθρωπομετρήσεις
- centigram στα ελληνικά - εκατοστόγραμμο
- napustit στα ελληνικά - μουσκεύω, γεμίζω, εμποτισμό, τον εμποτισμό, εμποτισμό του, τον εμποτισμό του, εμποτισμός
- normál στα ελληνικά - παραδόπιστος, ισότητα, ισοτιμία, τσιγκούνης, σημαίνω, εννοώ, κανονικός, ...
Τυχαίες λέξεις
Očarovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: χαρά, μεταφορά, συνεπαίρνω, μαγεύω, σαγηνεύω, γοητεύω, ηδονή, μεταφέρω, ευφροσύνη, εντρυφώ, θέλγω, bewitch, μαγέψει
Μεταφράσεις: χαρά, μεταφορά, συνεπαίρνω, μαγεύω, σαγηνεύω, γοητεύω, ηδονή, μεταφέρω, ευφροσύνη, εντρυφώ, θέλγω, bewitch, μαγέψει