Oddíl στα ελληνικά

Μετάφραση: oddíl, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαίρεση, τομή, τμήμα, μεραρχία, ταξιαρχία, διχασμός, συμμορία, σπείρα, αποκόλληση, τμήματος, σημείο, Ενότητα
Oddíl στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oddenek στα ελληνικά - σκαμνί, κόπρανα, κοπράνων, σκαμπό, των κοπράνων
  • oddálit στα ελληνικά - μετακομίζω, delay
  • oddělat στα ελληνικά - μετακομίζω, διαγράφω, επιτυχία, χτυπήσει, χτύπησε, χτυπήσουν, έπληξε
  • oddělení στα ελληνικά - μεραρχία, μερίδιο, διαίρεση, χωρισμός, διχασμός, μέρος, τομή, ...
Τυχαίες λέξεις
Oddíl στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαίρεση, τομή, τμήμα, μεραρχία, ταξιαρχία, διχασμός, συμμορία, σπείρα, αποκόλληση, τμήματος, σημείο, Ενότητα