Odnaučit στα ελληνικά
Μετάφραση: odnaučit, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποσπώ, αποκόβω, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- odměřený στα ελληνικά - ισχυρός, απόμακρος, απομακρυσμένος, αλύγιστος, άκαμπτος, απότομος, Curt, ...
- odměřit στα ελληνικά - υπολογίζω, μέτρο, μετρώ, μετρητής, εκτιμώ, τη μέτρηση, μέτρηση της, ...
- odnož στα ελληνικά - παραφυάδα, μπόλι, βλαστός, γόνος, παρακλάδι, κλάδος
- odnárodnit στα ελληνικά - απεθνικοποιώ
Τυχαίες λέξεις
Odnaučit στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποσπώ, αποκόβω, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν
Μεταφράσεις: αποσπώ, αποκόβω, απογαλακτίζω, ξεκόβω, απογαλακτίσει, απογαλακτίσουν, απογαλακτίζουν