Oprávnění στα ελληνικά

Μετάφραση: oprávnění, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τεκμηρίωση, αιτία, δεξιός, αιτιολογία, δικαιολογία, δικαίωμα, λόγος, σωστός, άδεια, ένταλμα, εξουσιοδότηση, άδειας, έγκριση, αδείας
Oprávnění στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • oprátka στα ελληνικά - σκοινί, θηλιά, θηλειά, noose, κλοιό, βρόχος
  • oprávnit στα ελληνικά - ένταλμα, προκρίνομαι, επιτρέπω, τιτλοφορώ, να επιτρέψει, να εγκρίνει, εξουσιοδοτήσει, ...
  • oprávněný στα ελληνικά - εκλόγιμος, ενάρετος, μόλις, εκλέξιμος, κατάλληλος, ηθικός, δίκαιος, ...
  • oprášit στα ελληνικά - σκόνη, ανακαινίζω, αναδιοργανώσουμε, βελτιώνει, ανασχεδιασμός, αναμόρφωση
Τυχαίες λέξεις
Oprávnění στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τεκμηρίωση, αιτία, δεξιός, αιτιολογία, δικαιολογία, δικαίωμα, λόγος, σωστός, άδεια, ένταλμα, εξουσιοδότηση, άδειας, έγκριση, αδείας