Přerušovat στα ελληνικά
Μετάφραση: přerušovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσεκουριά, κόβω, στίζω, διακόπτω, τεμαχίζω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- elegán στα ελληνικά - θαυμαστής, Beau, του Beau, το beau, καρδ
- hašteřivý στα ελληνικά - επιθετικός, μεμψίμοιρος, φιλοπόλεμος, εριστικός, γκρινιάρης, φιλόνικος, καβγατζής, ...
- nadávka στα ελληνικά - όρκος, λοιδορία, κατάχρηση, καταχρώμαι, βρίζω, κατάχρησης, κακοποίησης, ...
- okusovat στα ελληνικά - τσιμπολόγημα, ροκανίζω, ημιψηφιόλεξη, περιτρώγω, nibble, μισό byte
Τυχαίες λέξεις
Přerušovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσεκουριά, κόβω, στίζω, διακόπτω, τεμαχίζω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε
Μεταφράσεις: τσεκουριά, κόβω, στίζω, διακόπτω, τεμαχίζω, διακοπή, διακόψει, διακόπτουν, διακόψετε