Pracovat στα ελληνικά
Μετάφραση: pracovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εγχειρίζω, δεξίωση, λειτουργία, λειτουργώ, δουλεύω, εργάζομαι, δουλειά, πράξη, εργασία, έργο, εργασίας, εργασίες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- adjutant στα ελληνικά - υπασπιστής, υπασπιστή, υπασπιστής του, ο υπασπιστής, τον υπασπιστή
- chuť στα ελληνικά - γεύομαι, καρπαζιά, γούστο, λαχτάρα, δίψα, καρυκεύω, αρέσκεια, ...
- kůl στα ελληνικά - δοκάρι, στοιβάζω, χλωμός, πάσσαλος, στοιβάδα, ξανθός, παλούκι, ...
- mučit στα ελληνικά - ράφι, βασανίζω, σβάρνα, σχάρα, βασανισμός, βασανιστήριο, παρενοχλώ, ...
Τυχαίες λέξεις
Pracovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εγχειρίζω, δεξίωση, λειτουργία, λειτουργώ, δουλεύω, εργάζομαι, δουλειά, πράξη, εργασία, έργο, εργασίας, εργασίες
Μεταφράσεις: εγχειρίζω, δεξίωση, λειτουργία, λειτουργώ, δουλεύω, εργάζομαι, δουλειά, πράξη, εργασία, έργο, εργασίας, εργασίες