Λειτουργώ στα τσεχικά
Μετάφραση: λειτουργώ, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pracovat, spekulovat, obsluhovat, povinnost, úloha, poslání, funkce, fungovat, výkon, úkol, působit, účinkovat, úřad, operovat, provozovat
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λειτουργώ
λειτουργώ πυροσβεστικά, λειτουργώ αγγλικά, λειτουργώ ετυμολογία, λειτουργώ συνώνυμο, λειτουργώ συνώνυμα, λειτουργώ λεξικό γλώσσας τσεχικά, λειτουργώ στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- λειτουργία στα τσεχικά - činnost, působit, funkce, poslání, působení, úkol, úkon, ...
- λειτουργικός στα τσεχικά - funkční, operační, funkčním, funkčního, funkčních
- λειχήνες στα τσεχικά - Lišejníky, lišejníků, Lichens, lišejník
- λειψανοθήκη στα τσεχικά - relikviář, reliquary, relikviářem, relikviář o, relikviář s ostatky
Τυχαίες λέξεις
Λειτουργώ στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: pracovat, spekulovat, obsluhovat, povinnost, úloha, poslání, funkce, fungovat, výkon, úkol, působit, účinkovat, úřad, operovat, provozovat
Μεταφράσεις: pracovat, spekulovat, obsluhovat, povinnost, úloha, poslání, funkce, fungovat, výkon, úkol, působit, účinkovat, úřad, operovat, provozovat