Εγχειρίζω στα τσεχικά
Μετάφραση: εγχειρίζω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obsluhovat, operovat, fungovat, působit, účinkovat, spekulovat, pracovat, encheirizo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγχειρίζω
εγχειρίζω λεξικό, εγχειρίζω λεξικό γλώσσας τσεχικά, εγχειρίζω στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- εγχείρηση στα τσεχικά - obsluha, chod, činnost, úkon, fungování, operace, provoz, ...
- εγχειρίδιο στα τσεχικά - příručka, průvodce, manuální, ruční, manuál, k použití, použití
- εγωισμός στα τσεχικά - egoismus, sobectví, egoismu, egoismem
- εγωιστής στα τσεχικά - egoistický, sobec, egoista, egoist, sobcem
Τυχαίες λέξεις
Εγχειρίζω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: obsluhovat, operovat, fungovat, působit, účinkovat, spekulovat, pracovat, encheirizo
Μεταφράσεις: obsluhovat, operovat, fungovat, působit, účinkovat, spekulovat, pracovat, encheirizo