Reprodukovat στα ελληνικά
Μετάφραση: reprodukovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίτυπο, αντιγράφω, αντίγραφο, αναπαράγομαι, αναπαράγουν, αναπαράγει, αναπαραχθούν, την αναπαραγωγή, αναπαράγονται
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- diferenciál στα ελληνικά - διαφορικός, απόκλιση, διαφορική, διαφορά, διαφορικής
- dirigovat στα ελληνικά - ηγούμαι, φέρσιμο, καθοδηγώ, μόλυβδος, συμπεριφορά, διαγωγή, σκηνοθετώ, ...
- extraktér στα ελληνικά - απαγωγέας, απορροφητήρα, απορροφητήρας, εξολκέα, εκχυλιστή
- nešťastně στα ελληνικά - δυστυχώς, άδοξα, ευτυχείς αντιμετωπίζοντας
Τυχαίες λέξεις
Reprodukovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίτυπο, αντιγράφω, αντίγραφο, αναπαράγομαι, αναπαράγουν, αναπαράγει, αναπαραχθούν, την αναπαραγωγή, αναπαράγονται
Μεταφράσεις: αντίτυπο, αντιγράφω, αντίγραφο, αναπαράγομαι, αναπαράγουν, αναπαράγει, αναπαραχθούν, την αναπαραγωγή, αναπαράγονται