Sžíravý στα ελληνικά
Μετάφραση: sžíravý, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δηκτικός, καυστικός, σαρκαστικός, φουσκάλες, φλύκταινες, φυσαλίδων, φουσκαλών, φλυκταινώδες
Μεταφράσεις
- kamenotisk στα ελληνικά - λιθογραφία, λιθογραφίας, τη λιθογραφία, λιθογραφικό, λιθογραφικές
- neproduktivní στα ελληνικά - άγονος, άκαρπος, στείρος, μη παραγωγικός, μη παραγωγικών, αντιπαραγωγική, μη παραγωγικές, ...
- náhle στα ελληνικά - αιφνίδιος, απότομα, ξαφνικά, απροσδόκητα, ξαφνικός, εξαπίνης, κοφτά, ...
- ohláška στα ελληνικά - διαφήμιση, ανακοίνωση, αναγγελία, ανακοίνωσης, την ανακοίνωση, ανακοίνωση της
Τυχαίες λέξεις
Sžíravý στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δηκτικός, καυστικός, σαρκαστικός, φουσκάλες, φλύκταινες, φυσαλίδων, φουσκαλών, φλυκταινώδες
Μεταφράσεις: δηκτικός, καυστικός, σαρκαστικός, φουσκάλες, φλύκταινες, φυσαλίδων, φουσκαλών, φλυκταινώδες