Simultánně στα ελληνικά
Μετάφραση: simultánně, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ταυτόχρονα, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, ταυτόχρονη, παράλληλα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- deduktivní στα ελληνικά - επαγωγικός, αφαιρετικής, απαγωγική, επαγωγική, απαγωγικό
- fruktóza στα ελληνικά - φρουκτόζη, φρουκτόζης, η φρουκτόζη, σε φρουκτόζη, στη φρουκτόζη
- mnohoúhelník στα ελληνικά - πολύγωνο, πολυγώνου, πολυγώνων, του πολυγώνου, το πολύγωνο
- odpustit στα ελληνικά - συγχώρηση, συγχωρώ, παραβλέπω, δικαιολογία, χάρη, αφορμή, συγχωρήσει, ...
Τυχαίες λέξεις
Simultánně στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, ταυτόχρονη, παράλληλα
Μεταφράσεις: ταυτόχρονα, συγχρόνως, ταυτοχρόνως, ταυτόχρονη, παράλληλα