Ταυτόχρονα στα τσεχικά
Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
souběžně, současně, simultánně, zároveň, najednou
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα
ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας τσεχικά, ταυτόχρονα στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- ταυτίζω στα τσεχικά - identifikovat, poznat, ztotožnit, rozpoznat, totožný, identický, shodný, ...
- ταυτότητα στα τσεχικά - shodnost, identifikace, totožnost, identita, identity, totožnosti, identitu
- ταυτόχρονος στα τσεχικά - simultánní, současný, současné, současně, souběžné
- ταφή στα τσεχικά - zakopání, pohřeb, pohřbení, pohřební, pohřebiště, zahrabáním
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: souběžně, současně, simultánně, zároveň, najednou
Μεταφράσεις: souběžně, současně, simultánně, zároveň, najednou