Směrodatný στα ελληνικά
Μετάφραση: směrodatný, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kapitál στα ελληνικά - πρωτεύουσα, απόθεμα, παρακρατώ, ηγετικός, κεφάλαιο, κεφαλαίου, κεφαλαίων, ...
- letecký στα ελληνικά - αέρας, ατμόσφαιρα, αερομεταφερόμενος, κεραία, αέρα, του αέρα, αεροπορικών, ...
- manufaktura στα ελληνικά - MANUFAKTURA Διαθέσιμη
- mdloba στα ελληνικά - λιποθυμώ, αμυδρός, λιποθυμική τάση, τάση για λιποθυμία, faintness, λιποθυμικάς, λιποθυμικών
Τυχαίες λέξεις
Směrodatný στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό
Μεταφράσεις: αποφασιστικός, καθοριστικός, αποφασιστική, αποφασιστικό, καθοριστικό