Snížení στα ελληνικά
Μετάφραση: snížení, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ελάττωση, περιστολή, κατάθλιψη, ύφεση, εξασθένηση, σύνοψη, περιορισμός, σύντμηση, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- jakožto στα ελληνικά - σαν, όπως, ως, καθώς, και
- modelování στα ελληνικά - πλάσιμο, μοντελοποίηση, μοντελοποίησης, μοντέλων, μοντέλα, προσομοίωσης
- neplatnost στα ελληνικά - ασημαντότητα, ακυρότητα, ακυρότητας, ακυρώσεως, ακύρωση, η ακυρότητα
- numizmatický στα ελληνικά - νομισματικός, Νομισματικό, νομισματικές, συλλεκτικούς, συλλεκτικό
Τυχαίες λέξεις
Snížení στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ελάττωση, περιστολή, κατάθλιψη, ύφεση, εξασθένηση, σύνοψη, περιορισμός, σύντμηση, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή
Μεταφράσεις: ελάττωση, περιστολή, κατάθλιψη, ύφεση, εξασθένηση, σύνοψη, περιορισμός, σύντμηση, μείωση, μείωσης, τη μείωση, μείωση της, αναγωγή