Spojovat στα ελληνικά

Μετάφραση: spojovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κρίκος, δένω, δεσμός, γραβάτα, συνέταιρος, κατατάσσομαι, συνδυάζω, ενοποιώ, συνοδεύω, συσχετίζω, δεσμεύω, ενώνω, ακολουθώ, συνδέω, βιβλιοδετώ, συγχωνεύω, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί
Spojovat στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • alkohol στα ελληνικά - κέφια, οινόπνευμα, πνεύμα, αλκοόλ, αλκοόλη, αλκοόλης, οινοπνεύματος
  • faxovat στα ελληνικά - πανομοιότυπο, φαξ, fax
  • nepoměr στα ελληνικά - ανισότητα, δυσαναλογία, δυσαναλογίας, δυσαναλογία αυτή, δυσανάλογων, η δυσαναλογία
  • oběsit στα ελληνικά - απαγχονίζω, κρεμάλα, κρέμασμα, κρεμώ, Hang, Κρεμάστε, κολλάει
Τυχαίες λέξεις
Spojovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κρίκος, δένω, δεσμός, γραβάτα, συνέταιρος, κατατάσσομαι, συνδυάζω, ενοποιώ, συνοδεύω, συσχετίζω, δεσμεύω, ενώνω, ακολουθώ, συνδέω, βιβλιοδετώ, συγχωνεύω, συνδεθείτε, συνδέστε, συνδέσετε, συνδέουν, συνδεθεί