Těsně στα ελληνικά
Μετάφραση: těsně, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σφιχτός, στενός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- moudrost στα ελληνικά - σύνεση, σοφία, σωφροσύνη, σοφίας, τη σοφία, φρόνηση, η σοφία
- měchýřek στα ελληνικά - κύστη, κυστιδίων, φλύκταινα, κυστίδιο, κυστιδίου
- nezvučný στα ελληνικά - άτονος, άτονα, άτονο, άτονη
- odpařit στα ελληνικά - εξατμίζομαι, εξάτμιση, εξατμιστεί, εξατμίζονται, εξατμισθεί, εξατμιστούν
Τυχαίες λέξεις
Těsně στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σφιχτός, στενός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής
Μεταφράσεις: σφιχτός, στενός, κοντά, στενή, κλείσιμο, στενούς, στενής