Váhat στα ελληνικά
Μετάφραση: váhat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αμφιρρέπω, ζυγαριά, κυμαίνομαι, επιμένω, διαμένω, καθυστέρηση, καθυστερώ, πλάστιγγα, βραδυπορώ, αυξομειώνω, ισορροπία, ισοζύγιο, τρικλίζω, ταλαντεύομαι, χρονοτριβώ, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bližní στα ελληνικά - γείτονας, γείτονα, γείτονά, πλησίον, γειτονική
- diskriminovat στα ελληνικά - διακρίσεις, διάκριση, εισάγουν διακρίσεις, εισάγει διακρίσεις, κάνουν διακρίσεις
- kartáčování στα ελληνικά - πινέλο, βουρτσίζω, σκούπα, βούρτσα, Το βούρτσισμα, βούρτσισμα, βούρτσισμα των, ...
- mušketýr στα ελληνικά - μουσκετοφόρος, σωματοφύλακας, Musketeer, Σωματοφύλακα, τους τρεις Σωματοφύλακες
Τυχαίες λέξεις
Váhat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αμφιρρέπω, ζυγαριά, κυμαίνομαι, επιμένω, διαμένω, καθυστέρηση, καθυστερώ, πλάστιγγα, βραδυπορώ, αυξομειώνω, ισορροπία, ισοζύγιο, τρικλίζω, ταλαντεύομαι, χρονοτριβώ, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
Μεταφράσεις: αμφιρρέπω, ζυγαριά, κυμαίνομαι, επιμένω, διαμένω, καθυστέρηση, καθυστερώ, πλάστιγγα, βραδυπορώ, αυξομειώνω, ισορροπία, ισοζύγιο, τρικλίζω, ταλαντεύομαι, χρονοτριβώ, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε