Αμφιρρέπω στα τσεχικά

Μετάφραση: αμφιρρέπω, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zakolísat, zaváhat, vrávorat, kolísat, váhat, rozkročit se, Kultivační, rozkročit se nad, rozkročit, Použité Kultivační
Αμφιρρέπω στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφιρρέπω

αμφιρρέπω λεξικό γλώσσας τσεχικά, αμφιρρέπω στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • αμφιθέατρο στα τσεχικά - amfiteátr, posluchárna, amfiteátru, amphitheatre, amfiteátrem
  • αμφιλεγόμενος στα τσεχικά - sporný, polemický, svárlivý, kontroverzní, sporné, sporná, kontroverzním
  • αμφισβητήσιμος στα τσεχικά - sporný, polemický, problematický, diskutabilní, sporné, sporná
  • αμφισβητούμενος στα τσεχικά - diskutovat, sporný, debatovat, rokovat, kontroverzní, sporné, sporná, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμφιρρέπω στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: zakolísat, zaváhat, vrávorat, kolísat, váhat, rozkročit se, Kultivační, rozkročit se nad, rozkročit, Použité Kultivační