Καθυστέρηση στα τσεχικά
Μετάφραση: καθυστέρηση, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
přepadení, otálet, odklad, meškat, váhat, přeložit, odložit, pozdržet, prodlení, průtah, zdržet, odsunout, zdržení, zpoždění, prodleva, prodlevy
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθυστέρηση
καθυστέρηση περιόδου λόγω αντιβίωσης, καθυστέρηση 4 ημερών, καθυστέρηση 10 ημερών, καθυστέρηση περιόδου, καθυστέρηση και αρνητικό τεστ εγκυμοσύνης, καθυστέρηση λεξικό γλώσσας τσεχικά, καθυστέρηση στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- καθοριστικός στα τσεχικά - rozhodný, rázný, směrodatný, rozhodující, energický, determinant, určujícím, ...
- καθρέφτης στα τσεχικά - odrážet, zrcadlo, Mirror, zrcátko, Zrcadlový, Zrcátka
- καθυστερημένος στα τσεχικά - zpětný, zdlouhavý, zpět, zpáteční, pomalý, opožděný, pozdní, ...
- καθυστερούμενα στα τσεχικά - resty, nedoplatky, nedoplatků, nedoplatek, doměrky
Τυχαίες λέξεις
Καθυστέρηση στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: přepadení, otálet, odklad, meškat, váhat, přeložit, odložit, pozdržet, prodlení, průtah, zdržet, odsunout, zdržení, zpoždění, prodleva, prodlevy
Μεταφράσεις: přepadení, otálet, odklad, meškat, váhat, přeložit, odložit, pozdržet, prodlení, průtah, zdržet, odsunout, zdržení, zpoždění, prodleva, prodlevy