Vlastnění στα ελληνικά
Μετάφραση: vlastnění, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παρακράτηση, έχει, έχοντας, έχουν, που έχει, με
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- asignace στα ελληνικά - διανομή, ανάθεση, ραντεβού, διορισμός, εκχώρηση, μεταβιβαση
- bobek στα ελληνικά - δάφνη, οβολός, άκαρι, ακάρεων, ακάρεως, των ακάρεων
- bulvár στα ελληνικά - λεωφόρος, λεωφόρο, Boulevard, λεωφόρου
- fenomén στα ελληνικά - φαινόμενο, φαινομένου, το φαινόμενο, του φαινομένου, φαινόμενο αυτό
Τυχαίες λέξεις
Vlastnění στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παρακράτηση, έχει, έχοντας, έχουν, που έχει, με
Μεταφράσεις: παρακράτηση, έχει, έχοντας, έχουν, που έχει, με