Zásobovat στα ελληνικά
Μετάφραση: zásobovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προμήθεια, τροφοδοτώ, προμηθεύω, παρέχω, ταΐζω, παροχή, προνοώ, σιτίζω, επιπλώνω, χορήγηση, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bláznit στα ελληνικά - ενθουσιώδης, διθυραμβικός, ανόητος, ξεγελάσουν, ξεγελάσει, ξεγελάσουν τους, βλάκας
- koláž στα ελληνικά - κολάζ, κολλάζ, το κολάζ, του κολάζ, collage
- mlsnost στα ελληνικά - λιχουδιά, λεπτότητα
- nechávat στα ελληνικά - ενοικιάζομαι, φεύγω, παρατάω, αφήνω, παραιτούμαι, άδεια, φύγω, ...
Τυχαίες λέξεις
Zásobovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προμήθεια, τροφοδοτώ, προμηθεύω, παρέχω, ταΐζω, παροχή, προνοώ, σιτίζω, επιπλώνω, χορήγηση, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας
Μεταφράσεις: προμήθεια, τροφοδοτώ, προμηθεύω, παρέχω, ταΐζω, παροχή, προνοώ, σιτίζω, επιπλώνω, χορήγηση, εφοδιασμού, προσφοράς, προμήθειας