Zmenšovat στα ελληνικά
Μετάφραση: zmenšovat, Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
τσεχικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μειώνω, κοπάζω, συστέλλω, συρρικνώνομαι, μπαίνω, μείωση, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, συρρίκνωσης
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brusle στα ελληνικά - βάτος, πατίνια, σελάχια, τα σελάχια, παγοπέδιλα, σαλάχια
- bázlivý στα ελληνικά - φοβισμένος, δειλός, συνεσταλμένος, ντροπαλός, διστακτικός, άτολμος, άτολμη, ...
- licoměrný στα ελληνικά - υποκριτικός, υποκριτική, υποκριτικό, υποκριτικές, υποκρισία
- opotřebovat στα ελληνικά - φορώ, φθορά, φορούν, φοράτε, φορέσει, να φορούν
Τυχαίες λέξεις
Zmenšovat στα ελληνικά - Λεξικό: τσεχικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μειώνω, κοπάζω, συστέλλω, συρρικνώνομαι, μπαίνω, μείωση, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, συρρίκνωσης
Μεταφράσεις: μειώνω, κοπάζω, συστέλλω, συρρικνώνομαι, μπαίνω, μείωση, συρρικνωθεί, συρρικνώνονται, συρρικνώνεται, συρρίκνωση, συρρίκνωσης