Äänioikeus στα ελληνικά
Μετάφραση: äänioikeus, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προνόμιο, ψήφος, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ψήφο, ψήφου
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- kukkaro στα ελληνικά - πορτοφόλι, γρι, τσάντα, το πορτοφόλι
- lauseoppi στα ελληνικά - σύνταξη, συντακτικό, σύνταξης, τη σύνταξη, σύνταξη της
- läpeensä στα ελληνικά - εντελώς, διαμέσου, προς τη σπονδυλική στήλη, στην ραχοκοκαλιά, στο σκελετό, με τη σπονδυλική στήλη, στον σκελετό
- protestoida στα ελληνικά - διαμαρτύρομαι, διαμαρτυρία, διαμαρτυρίες, διαμαρτυρίας, ένδειξη διαμαρτυρίας, διαδήλωση
Τυχαίες λέξεις
Äänioikeus στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προνόμιο, ψήφος, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ψήφο, ψήφου
Μεταφράσεις: προνόμιο, ψήφος, ψηφοφορία, ψηφοφορίας, ψήφο, ψήφου