Äiti στα ελληνικά
Μετάφραση: äiti, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μάνα, μούμια, μητέρα, μαμά, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
Μεταφράσεις
- arvoituksellinen στα ελληνικά - μυστικιστής, αινιγματικός, κρυπτικό, κρυπτικά, κρυπτικές, κρυπτική
- hautausmaa στα ελληνικά - νεκροταφείο, νεκροταφείου, κοιμητήριο, κοιμητηρίου, νεκροταφείο της
- imettää στα ελληνικά - θηλάζω, βάγια, γλείφω, νοσοκόμα, ρουφώ, θηλάζουν, θηλάσουν, ...
- kytätä στα ελληνικά - περιμένω, κατάσκοπος, κατασκοπεύω, περίμενε, περιμένετε, περιμένει, περιμένουμε, ...
Τυχαίες λέξεις
Äiti στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μάνα, μούμια, μητέρα, μαμά, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
Μεταφράσεις: μάνα, μούμια, μητέρα, μαμά, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική