Äkäinen στα ελληνικά
Μετάφραση: äkäinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πικρόχολος, ευέξαπτος, οξύθυμος, δύστροπος, πεινασμένος, εκκεντρικός, ασταθής, cranky, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- helisyttää στα ελληνικά - κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, κροτάλισμα, κουδουνίστρες
- johtua στα ελληνικά - έρχομαι, προκύπτω, αντλώ, ακολουθώ, παράγομαι, εγείρομαι, συνάγω, ...
- nuoruus στα ελληνικά - μικρός, νέος, νεότητα, νεαρός, νεολαία, νεολαίας, της νεολαίας, ...
- puhuttu στα ελληνικά - ομιλούμενη, ομιλούμενες, προφορικού, προφορικό, προφορικών
Τυχαίες λέξεις
Äkäinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πικρόχολος, ευέξαπτος, οξύθυμος, δύστροπος, πεινασμένος, εκκεντρικός, ασταθής, cranky, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος
Μεταφράσεις: πικρόχολος, ευέξαπτος, οξύθυμος, δύστροπος, πεινασμένος, εκκεντρικός, ασταθής, cranky, ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος