Aktiivinen στα ελληνικά
Μετάφραση: aktiivinen, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
Μεταφράσεις
- aksiomi στα ελληνικά - αξίωμα, το αξίωμα, αξιώματος, αξίωμα του, αξιωμάτων
- aksiooma στα ελληνικά - αξίωμα, το αξίωμα, αξιώματος, αξίωμα του, αξιωμάτων
- aktiivisesti στα ελληνικά - ενεργά, δραστήρια, ενεργό, ενεργώς, ενεργά την
- aktiivisuus στα ελληνικά - δραστηριότητα, δραστηριότητας, δραστικότητα, δράση, δραστηριοτήτων
Τυχαίες λέξεις
Aktiivinen στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών
Μεταφράσεις: ενεργός, ακμαίος, δραστήριος, ενεργό, δραστική, ενεργού, δραστικών