Emo στα ελληνικά
Μετάφραση: emo, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- emi στα ελληνικά - ύπερος, ύπερος άνθους, ύπερο, pistil, υπέρου
- emmekä στα ελληνικά - ούτε, και, και την, και να, και της, και των
- empiirinen στα ελληνικά - εμπειρικός, εμπειρική, εμπειρικά, εμπειρικές, εμπειρικών
- empiminen στα ελληνικά - δισταγμός, διστακτικότητα, δισταγμό, δισταγμούς, δισταγμού
Τυχαίες λέξεις
Emo στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
Μεταφράσεις: μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική