Etenivät στα ελληνικά
Μετάφραση: etenivät, Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
φινλανδικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προχωρημένος, προχώρησαν, προχωρούσε, προχώρησε, προοδεύσει, προχωρήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- eteneminen στα ελληνικά - πρόοδος, προκαταβάλλω, προβαίνω, ηγούμαι, κεφάλι, παρέλαση, προοδεύω, ...
- etenevä στα ελληνικά - προοδευτικός, διενέργεια, ενέργεια, προοδευτική, σταδιακή, προοδευτικής, προοδευτικό
- etenkin στα ελληνικά - ειδικά, ιδίως, ιδιαίτερα, κυρίως, ειδικότερα
- etevyys στα ελληνικά - υπεροχή, Σεβασμιώτατος, Σεβασμιώτατο, Ο Σεβασμιώτατος, ύψωμα
Τυχαίες λέξεις
Etenivät στα ελληνικά - Λεξικό: φινλανδικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προχωρημένος, προχώρησαν, προχωρούσε, προχώρησε, προοδεύσει, προχωρήσει
Μεταφράσεις: προχωρημένος, προχώρησαν, προχωρούσε, προχώρησε, προοδεύσει, προχωρήσει